νεμεσῶ

νεμεσῶ
νεμεσάω
feel just resentment
pres imperat mp 2nd sg
νεμεσάω
feel just resentment
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
νεμεσάω
feel just resentment
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
νεμεσάω
feel just resentment
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
νεμεσάω
feel just resentment
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
νεμεσάω
feel just resentment
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεμεσώ — νεμεσῶ, άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, άω) 1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.) 2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • επινεμεσώ — ἐπινεμεσῶ, άω (Α) εξοργίζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεμεσώ «εξοργίζομαι, αγανακτώ» (< νέμεσις «ανταπόδοση»)] …   Dictionary of Greek

  • νεμεσήτης — νεμεσήτης, ὁ (Μ) [νεμεσώ] αυτός που αισθάνεται δίκαιη αγανάκτηση …   Dictionary of Greek

  • νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… …   Dictionary of Greek

  • υπονεμεσώ — άω, Μ οργίζομαι ελαφρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νεμεσῶ «οργίζομαι, αγανακτώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”